θερμαντικότητα

θερμαντικότητα
[-ης (-ητος)] η
1) теплотворность; 2) калорийность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "θερμαντικότητα" в других словарях:

  • θερμαντικότητα — η θερμαντική δύναμη, θερμαντική ικανότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμαντικός. Η λ. στον λόγιο τ. θερμαντικότης μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Ν. Κοντόπουλου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»